- οὐγκιασμός
- οὐγκιασμόςunciamasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουγκιασμός — οὐγκιασμός, ὁ (AM) η μέτρηση με την ουγγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐγκία + ασμός, πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. *ουγκιάζω] … Dictionary of Greek
οὐγκιασμοί — οὐγκιασμός uncia masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμοῦ — οὐγκιασμός uncia masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμούς — οὐγκιασμός uncia masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμῷ — οὐγκιασμός uncia masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐγκιασμόν — οὐγκιασμός uncia masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)